- κατευνάζεται
- κατευνάζωput to bedpres ind mp 3rd sgκατευνάζωput to bedpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκατάλλακτος — εὐκατάλλακτος, ον (Α) αυτός που κατευνάζεται, που καταπραΰνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ αλλακτος (< κατ αλλάσσω «συμφιλιώνω»), πρβλ. ακατ άλλακτος, δυσ κατ άλλακτος] … Dictionary of Greek
οστρακισμός ή εξοστρακισμός — Νομικός θεσμός που εφαρμοζόταν στην αρχαία Αθήνα και στις πόλεις που μιμούνταν το αθηναϊκό πολίτευμα (Άργος, Μέγαρα, Μίλητος, Συρακούσες), βασιζόμενος στο δικαίωμα του λαού να εξορίζει για δέκα χρόνια από την πόλη οποιονδήποτε πολίτη, του οποίου… … Dictionary of Greek